γυμνάσματα

γυμνάσματα
γύμνασμα
an exercise
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Kostis Palamas — Die Dichter (1919) von Georgios Roilos. Abgebildet sind verschiedene Dichter der Generation von 1880; in der Mitte Kostis Palamas. Kostís Palamás (gr. Κωστής Παλαμάς; * 13. Januar 1859 in Patras; † 27. Februar 1943 in Athen) war ein ne …   Deutsch Wikipedia

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Παλαμάς, Κωστής — (Πάτρα 1859 – Aθήνα 1943). Έλληνας ποιητής. Από ιστορική οικογένεια του Μεσολογγίου, γεννήθηκε στην Πάτρα, όπου τελείωσε και το γυμνάσιο, ορφάνεψε νωρίς από μητέρα και πατέρα και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, που πάντα το θεωρούσε πραγματική… …   Dictionary of Greek

  • Никодим Святогорец — (в мире Николай, 1749 1808) духовный писатель. Родился на острове Наксосе; постригся в монахи на Афоне. Главные его труды: Γυμνάσματα πνευματικά (Венеция, 1800) ряд наставлений о духовных упражнениях и подвигах; Πηδάλιον или Кормчая книга (см.);… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Паламас, Костис — Костис Паламас Κωστής Παλαμάς …   Википедия

  • SPIRITUS Cohibitio — inter Veterum γυμνάσματα, Vide supra, ubi de Gymnastice …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακροβατώ — (Α ἀκροβατῶ, έω) νεοελλ. 1. εκτελώ ακροβατικά γυμνάσματα, κάνω ακροβασίες 2. ασκώ το επάγγελμα τού ακροβάτη 3. επιχειρώ επικίνδυνες ή επιδέξιες πράξεις αρχ. 1. (για τις στρουθοκαμήλους και μτφ. για αλαζόνες) περπατώ στις άκρες τών ποδιών,… …   Dictionary of Greek

  • θεματογραφώ — (Μ θεματογραφῶ, έω) [θεματογράφος] 1. γράφω θέματα, γυμνάσματα νεοελλ. 2. ασκούμαι στη γραπτή έκθεση ιδεών 3. ειρων. γράφω επιτηδευμένα ή άτεχνα κείμενα …   Dictionary of Greek

  • ιπποδρόμιος — ο(ν) (ΑΜ ἱπποδρόμιος, ον) [ιππόδρομος] το ουδ. ως ουσ. το ιπποδρόμιο(ν) ο ιππόδρομος, χώρος προορισμένος για ιπποδρομίες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. το ιπποδρόμιο στεγασμένο αμφιθέατρο με κυκλική κονίστρα, στο οποίο γίνονται ακροβατικά γυμνάσματα… …   Dictionary of Greek

  • τετραλογία — Ονομάστηκε τ. από τους αρχαίους Έλληνες η σύσταση ή ενότητα 4 λόγων ή διαλόγων. Η λέξη λόγος σημαίνει και τον μύθο ή την υπόθεση του δράματος. Γι’ αυτό τ. είναι η σύσταση 4 δραμάτων, από τα οποία τα 3 πρώτα είναι τραγωδίες και το τέταρτο σατυρικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”